ρουτινιέρικος

ρουτινιέρικος
και ρουτινιάρικος, -η, -ο. θηλ. και -ια, Ν [ρουτινιέρης]
αυτός που γίνεται σύμφωνα με τη ρουτίνα, χωρίς καμιά πρωτοτυπία («ρουτινιέρικη δουλειά»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρουτινιέρικος — η, ο επίρρ. α αυτός που γίνεται από ρουτίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρουτινιάρικος — η, ο, Ν βλ. ρουτινιέρικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”